- οφθαλμομετρία
- η1. ο προσδιορισμός τού δείκτη διαθλαστικότητας τών διαφόρων τμημάτων τού οφθαλμού2. η μέτρηση τής κυρτότητας τού κερατοειδούς κατά διαφόρους μεσημβρινούς και ο προσδιορισμός τού αστιγματισμού με ανάλογο όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometrie (< οφθαλμός + -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.